- τραχώδης
- και ιων. τ. τρηχώδης, -ῶδες, Α [τραχύς]αυτός που είναι από τη φύση του τραχύς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τραχώδης — of rough nature masc/fem acc pl (attic epic doric) τραχώδης of rough nature masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) τραχώδης of rough nature masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραχώδει — τραχώδης of rough nature masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) τραχώδης of rough nature masc/fem/neut dat sg τραχώδεϊ , τραχώδης of rough nature dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραχῶδες — τραχώδης of rough nature masc/fem voc sg τραχώδης of rough nature neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραχώδεις — τραχώδης of rough nature masc/fem acc pl τραχώδης of rough nature masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανώμαλος — η, ο (Α ἀνώμαλος, ον) 1. αυτός που δεν είναι ομαλός, ο ακανόνιστος, ανομοιόμορφος 2. (για έδαφος) τραχύς, όχι επίπεδος 3. (για καταστάσεις) τραχώδης, έκρυθμος 4. (Γραμμ.) γραμματικός τύπος, όνομα ή ρήμα, που δεν σχηματίζεται κατά τους γενικούς… … Dictionary of Greek
τρηχώδης — ῶδες, Α ιων. τ. βλ. τραχώδης … Dictionary of Greek